- ποκάριον
- ποκ-άριον, τό, Dim. of πόκος, Sch.Theoc.15.18, Hippiatr.26: pl., Sammelb. 7247.21 (iii/iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποκάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποκάρια — ποκάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκαρίσκιον — κοκαρίσκιον, τὸ (Μ) τούφα από ακατέργαστα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκάριον (< ποκάριον «τούφα μαλλί», με αφομοίωση) + επίθημα ίσκιον (πρβλ. αρτ ίσκιον, βωμ ίσκιον)] … Dictionary of Greek
ποκάρι — το / ποκάριον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το σύνολο τού ερίου από την κουρά προβάτου, ο πόκος 2. όγκος ερίου μσν. αρχ. μικρή ποσότητα ερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού τ. πόκαι (βλ. λ. πόκος), πρβλ. μυκην. poka = πόκη] … Dictionary of Greek